προσέχει

προσέχει
προσέχω
hold to
pres ind mp 2nd sg
προσέχω
hold to
pres ind act 3rd sg
προσχέω
pour to
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεχεῖ — προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προσεχής next to masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …   Wikipedia

  • αδιατήρητος — η, ο [διατηρώ] 1. αυτός που δεν διατηρήθηκε ή δεν έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί 2. που δεν προσέχει τον εαυτό του («αδιατήρητος άνθρωπος γρήγορα γεράζει») …   Dictionary of Greek

  • απερίοπτος — ἀπερίοπτος, ον (Α) αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος …   Dictionary of Greek

  • απρόσεκτος — κ. απρόσεχτος, η, ο (Μ ἀπρόσεκτος, ον) αυτός που δεν προσέχει, ο επιπόλαιος νεοελλ. ο απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • βοοσκόπος — βοοσκόπος, ον (Α) αυτός που προσέχει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + σκοπος < σκοπός «αυτός που κατοπτεύει, παρατηρεί, παρακολουθεί με προσοχή»] …   Dictionary of Greek

  • εξακολουθώ — και ξακολουθώ και ξακολουθάω (AM ἐξακολουθῶ, έω) [ακολουθώ] νεοελλ. 1. συνεχίζω κάτι («εξακολουθεί να μην προσέχει») 2. επαναλαμβάνω («θα εξακολουθήσει τις σπουδές του») 3. χρον. συνεχίζομαι, διαρκώ («το κρύο εξακολουθεί») αρχ. μσν. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”